βάθρο

βάθρο
Στη γεφυροποιία β. ονομάζονται τα μέρη εκείνα της γέφυρας όπου εδράζονται τα τόξα. Στην ουσία, χρησιμεύουν για να μεταφέρουν στο έδαφος την πίεση των υπερκειμένων φορτίων. Διακρίνονται, ανάλογα με τη θέση τους, σε ακρόβαθρα ή μεσόβαθρα. Η κατασκευή τους στηρίζεται στη μελέτη του εδάφους, των υδραυλικών συνθηκών και της στατικής σύνθεσης του έργου. Το υλικό κατασκευής μπορεί να είναι πέτρα, ξύλο ή –και πιο σύγχρονα– οπλισμένο σκυρόδεμα. Β. επίσης ονομάζεται η βάση, όπου τοποθετείται ένα άγαλμα ή μία προτομή ώστε να προβάλλεται περισσότερο το δημιούργημα. Είναι κατασκευασμένο από διάφορα υλικά (μάρμαρο, μέταλλο, σχιστόλιθο) ανάλογα με το υλικό κατασκευής του καλλιτεχνήματος. Ιπποκράτειο β.(Ιατρ.) Συσκευή που εφεύρε ο Ιπποκράτης για να επαναφέρει στην κανονική τους θέση τα οστά που μετατοπίζονταν από εξαρθρώσεις. Ήταν ένα είδος κλίνης, με δύο στρεπτούς ξύλινους κυλίνδρους που είχαν επάνω τους δερμάτινα λουριά. Ο ασθενής ξάπλωνε επάνω στην κλίνη, προσδενόταν και με κατάλληλες κινήσεις των κυλίνδρων επιτυγχανόταν η ανάταξη των εξαρθρώσεων. Τυπικό δείγμα γεφυροποϊίας της ρωμαϊκής εποχής, στη Μερίδα της Ισπανίας· διακρίνονται τα βάθρα. Ένα επιβλητικό βάθρο στο άγαλμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στο κέντρο της Αθήνας (φωτ. Όθωνα Τσουνήκου).
* * *
το (AM βάθρον)
1. μέρος όπου ανεβαίνει ή στέκεται κάποιος
2. βάση, υποστήριγμα αγάλματος
3. «εκ βάθρων» — από τα θεμέλεια, ολοσχερώς
αρχ.
1. βαθμίδα, σκαλοπάτι
2. σκαλωσιά
3. στερεό έδαφος, στεριά
4. κάθισμα
5. πληθ. βάθρα
τα θεμέλια πόλης, σπιτιού κ.λπ.
6. φρ. α) «ἐν βάθροις εἰμί» — στέκομαι όρθιος β) «κινδύνου βάθρα» — στο χείλος του κινδύνου, στην άκρη του γκρεμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < το θ. του βαίνω + (επίθημα) -θρον (πρβλ. άρθρον, έλκηθρον, σάρωθρον κ.ά.).
ΣΥΝΘ. ανάβαθρο(ν), υπόβαθρο(ν) αρχ. διάβαθρον, επίβαθρον, μαλάβαθρον
μσν.
φυσόβαθρον
νεοελλ.
κιονόβαθρο(ν), μεσόβαθρο(ν), πλατυβαθρο(ν), τοιχόβαθρο(ν)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βάθρο — το 1. κάθε κατασκευή που επάνω της στέκεται ή στηρίζεται κάτι: Το άγαλμα βρίσκεται πάνω σ’ ένα ψηλό βάθρο. 2. μτφ., το στήριγμα, τα θεμέλια: Η ανθρωπιά είναι το βάθρο της προόδου των κοινωνιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κιονόβαθρο — το η βάση τού κίονα, ο κιονοστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίων + βαθρο (< βάθρον), πρβλ. τοιχό βαθρο, υπό βαθρο] …   Dictionary of Greek

  • Ερμόλυκος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος, γιος του Ευθοίνου, νικητής στον αγώνα παγκρατίου (5ος αι. π.Χ.). Διακρίθηκε στη μάχη της Μυκάλης το 479 π.Χ. και σκοτώθηκε σε μάχη κοντά στην Κύρνα της Καρυστίας, στον πόλεμο μεταξύ Αθηναίων και Καρυστίων.… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Καρύστου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Καρύστου στεγάζεται στο Γιοκάλειο Πνευματικό Ίδρυμα, η δυτική πτέρυγα του οποίου παραχωρήθηκε από τον ευεργέτη Νικόλαο Γιοκαλά για το σκοπό αυτό. Το μουσείο, που εγκαινιάστηκε το 1989, περιέχει ευρήματα από τις… …   Dictionary of Greek

  • αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”